2012-06-23

Σαδάστορ

Πολύ, πολύ καιρό πριν, κατά τους κόκκινους κύκλους της νιότης μου (είπε ο Καρνάντις), ήμουν σαν όλους τους νέους δαίμονες, επιρρεπής στο να χρησιμοποιώ την ευελιξία των φτερών μου σε φανταστικές πτήσεις· να αιωρούμαι και να ισορροπώ σαν επιβλητικός αετός πάνω από τον Τάρταρο και τα κοιλώματα του Πύθωνα· ή να σηκώνω το εύρος του σκοτεινού κορμιού μου στην τροχιά των αστεριών. Έχω ακολουθήσει το φεγγάρι από το βραδινό σούρουπο ως το πρωινό λυκόφως· και έχω αντικρύσει τα μυστικά του προσώπου της Μέδουσας, εκείνα που αποστρέφονται αιώνια από τη Γη. Έχω διαβάσει ιθυφαλλικούς ρούνους μέσα στα γυρίσματα των πάγων, πάνω σε στήλες που φτάνουν ακόμη και στις ερήμους της (Γης)· και γνωρίζω τα ιερογλυφικά που λύνουν γρίφους ξεχασμένους, ή υπαινίσσονται ιστορίες της κοσμικής περιόδου στους τοίχους των πόλεών της που έχουν κατακλυστεί από το αναπόδραστο χιόνι. Έχω πετάξει μέσα από τον τριπλό δακτύλιο του Κρόνου και έχω ζευγαρώσει με υπέροχους βασιλίσκους, σε νησιά που δεσπόζουν σε ύψος μιας λεύγας στους μαγευτικούς ωκεανούς, όπου κάθε κύμα μοιάζει με τις καμπύλες των Ιμαλαΐων. Έχω προκαλέσει τα σύννεφα του Δία, και τις μαύρες και παγωμένες αβύσσους του Ποσειδώνα που στέφθηκαν με αιώνια αστροφεγγιά· και έχω πλεύσει πέρα ως πέρα σε ασύμμετρους ήλιους, σε σύγκριση με τους οποίους ο ήλιος που εσύ γνώρισες είναι ένα πτώμα-κερί σε περιορισμένο θησαυροφυλάκιο. Εκεί, σε τεράστιους πλανήτες, έχω ξεκουράσει τα φτερά μου πάνω σε οροσειρές, μεγάλες σαν αστεροειδείς που έπεσαν (στη Γη), όπου, με χίλια ονόματα και χίλιες εικόνες, αδιανόητο Κακό υπηρετείται και λατρεύεται με ασύλληπτους τρόπους. Ή, σκαρφαλωμένος στα σάρκινου χρώματος χείλη των ανθοστηλών, των οποίων τα αρώματα ήταν μια έκσταση αμέθεκτων ονείρων, έχω χλευάσει τα παντρεμένα τέρατα, και έχω παρασύρει τα θηλυκά τους που κελάηδησαν και εκτέθηκαν στη βάση της κρυψώνας μου.
Τώρα, στην ακούραστη διερεύνησή μου στους απομακρυσμένους γαλαξίες, ήρθα μια μέρα σ’ ένα ξεχασμένο πλανήτη που έσβηνε, ο οποίος στη γλώσσα των μη καταγεγραμμένων ανθρώπων του ονομαζόταν «Σαδάστορ». Αχανής, θλιβερός και γκρίζος κάτω από τον εξασθενημένο ήλιο του, ξεσκισμένος από υπερφυσικά χάσματα και καλυμμένος από πόλο σε πόλο με τις ανυποχώρητες παλίρροιες της άμμου της ερήμου του, κρεμότανε σ’ ένα χώρο δίχως φεγγάρι ή δορυφόρο, προκαλώντας απέχθεια και αποτελώντας ένδειξη Συντέλειας σε ωραιότερους και νεότερους κόσμους. Ελέγχοντας την ταχύτητα της διαστρικής πτήσης μου, ακολούθησα τον ισημερινό του με τα ισορροπημένα και σταθμισμένα μου φτερά, πάνω από κορυφές κυκλώπειων ηφαιστείων και γυμνές, τεράστιες κορυφογραμμές γερασμένων λόφων και άσπρες ερήμους με την φρικτότητα του αλατιού που κάποτε ήταν προφανώς κρεβάτια ωκεανών.
Στο ακριβές κέντρο ενός από αυτά τα κρεβάτια ωκεανού, πέρα από την όψη των βουνών που σχηματίζουν την αρχέγονη ακτογραμμή του και αρκετές λεύγες κάτω από το επίπεδο τους, βρήκα μια απέραντη και στριφογυριστή κοιλάδα που βυθίζονταν ακόμη βαθύτερα στις αβύσσους του τραγικού αυτού κόσμου. Ήταν περιφραγμένη με κάθετες πλαγιές και αντηρίδες και πυραμίδες από σκουριασμένη-κόκκινη πέτρα που διαβρώνονταν σ’ ένα εκατομμύριο περιέργως σκοτεινές μορφές από το βύθισμα των παλαιότερων θαλασσών. Πέταξα αργά μεταξύ αυτών των βράχων, καθώς διαλύονταν πάντα προς τα κάτω σε ελικοειδές σπιράλ για μίλια και χιλιόμετρα από την απόλυτη και μη εξαγοράσιμη ερήμωση, και το φως ολοένα αργόσβηνε από πάνω μου, καθώς προεξοχή την προεξοχή και έπαλξη την έπαλξη εκείνη η παράξενη κόκκινη πέτρα υψώνονταν μεταξύ των φτερών μου και των ουρανών. Εδώ, όταν έκανα τον κύκλο μιας ξαφνικής στροφής του γκρεμού, στο βαθύτερο πυθμένα όπου οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν μόνο για μια στιγμή το μεσημέρι, και οι βράχοι ήταν μωβ καλυμμένοι με μια αιώνια σκιά, βρήκα μια γούρνα με σκούρο πράσινο νερό – το τελευταίο απομεινάρι ενός πρώην ωκεανού, υποχωρώντας ακόμα περισσότερο σε απότομα και αξεπέραστα αναχώματα. Και από αυτή τη γούρνα, εκεί, ακούστηκε μια φωνή, σε τόνους που ήταν διακριτικά γλυκείς σαν το θνητό κρασί του μανδραγόρα, και έσβηνε όπως το κελάρυσμα των κοχυλιών. Και αυτή η φωνή είπε:
“Σταμάτησε και περίμενε, σε ικετεύω, και πες μου ποιος είσαι εσύ που εισβάλλεις στην καταραμένη μοναξιά, εκεί όπου αργοπεθαίνω.”
Τότε, σταματώντας στο χείλος της γούρνας, κοίταξα μέσα στον σκιερό της κόλπο, και είδα το αχνό φέγγος μιας γυναικείας μορφής που αποκαλύφθηκε μέσα στα νερά. Και η μορφή ανήκε σε μια σειρήνα, με μαλλιά σε χρώμα από φύκια ωκεανού, και μάτια σαν υαλώδες ορυκτό, και μια ουρά σε σχήμα δελφινιού. Και της αποκρίθηκα:
«Είμαι ο δαίμονας Καρνάντις. Αλλά ποια είσαι εσύ, που αιωρείσαι έτσι σ’ αυτόν τον απόλυτο λάκκο της αποστροφής, στα τρίσβαθα ενός κόσμου που αργοπεθαίνει;”
Εκείνη απάντησε:. “Είμαι μια σειρήνα, και το όνομά μου είναι Λίσπιαλ. Από τις θάλασσες που είδα και όπου διασκέδασα στον ελεύθερο μου χρόνο πριν από πολλούς αιώνες, και των οποίων τους γενναίους ναυτικούς προσέλκυσα σ’ ένα μαγεμένο θάνατο στις ακτές του καταστροφικού νησιού μου, απέμεινε μόνο αυτή η γούρνα. Αλίμονο! Γιατί τα νερά συρρικνώνονται καθημερινά, και όταν θα εξαφανιστούν εντελώς τότε κι εγώ θα πρέπει να χαθώ.”
Άρχισε να κλαίει και τα αλμυρά δάκρυά της κύλησαν και προστέθηκαν στα αλμυρά νερά.
Πρόθυμα την είχα παρηγορήσει, λέγοντάς της:
«Μην κλαις… Θα σε σηκώσω εγώ στα φτερά μου και θα σε μεταφέρω σε κάποιον κόσμο νεότερο, όπου τα άφθονα, γαλάζια της θάλασσας νερά συντρίβονται σε λεπτές επίπεδες επιφάνειες του πάλλευκου αφρού, σε χαμηλές ακτές που είναι πράσινες και χρυσαφένιες την παρθένα άνοιξη. Εκεί, ενδεχομένως για αιώνες, θα μπορείς να έχεις την κατοικία σου· γαλέρες με κουπιά ζωγραφισμένα και μεγάλες μωβ μαούνες που πλέουνε θα βυθίζονται πάνω στα βράχια σου, στο κόκκινο φως του ηλιοβασιλέματος καλυμμένα από καταιγίδα, και θα σμίγει η συντριβή της πλώρης τους με τη γλυκιά μαγεία από το θνητό τραγούδι σου.”
Αλλά συνέχιζε να κλαίει, και απαρηγόρητη, να φωνάξει:
«Είσαι ενάρετος, αλλά αυτό δε θα ωφελούσε σε τίποτα, γιατί γεννήθηκα μέσα στα νερά αυτού του κόσμου, και με τα νερά αυτά θα πρέπει να πεθάνω. Αλίμονο! Υπέροχες θάλασσές μου, που κινούσασταν σε αδιάσπαστο ζαφείρι  από τις ακτές των πολυετών ανθών στις ακτές του αιώνιου χιονιά! Αλίμονο! Οι θαλάσσιοι-άνεμοι με τη μικτή συναισθησία της άλμης και των  αγριόχορτων, καθώς και τα αρώματα των θαλάσσιων λουλουδιών και των λουλουδιών της γης, και τα ανθισμένα εξωτικά βάλσαμα! Αλίμονο! Τα πλοία του κύκλου των πολέμων που έκλεισαν, και τα βαριά φορτωμένα εμπορικά καράβια με δυνατά σχοινιά και αρχαία πανιά που πλάστηκαν σε βάρβαρα νησιά με φορτία κρασιού στο χρώμα του τοπάζι ή του λυχνίτη και είδωλα από νεφρίτη και ελεφαντόδοντο, στα καλοκαίρια που θυμίζουν αντίκες και που τώρα είναι κάτι λιγότερο ακόμη κι από θρύλο! Αλίμονο! Οι νεκροί καπετάνιοι, οι όμορφοι νεκροί ναύτες που είχαν παρασυρθεί από την παλίρροια που υποχωρεί στις κλίνες μου με τα κεχριμπαρένια φύκια, στα σπήλαιά μου κάτω από ένα κεκαλυμμένο ακρωτήρι! Αλίμονο! τα φιλιά μου που έδωσα στα κρύα και χλωμά χείλη τους, ή στα σφραγισμένα, μαρμαρωμένα βλέφαρα τους!”
Θλίψη και οίκτο με γέμισαν τα λόγια της, γιατί ήξερα ότι περιέγραφε τη θλιβερή αλήθεια, ότι η μοίρα της βρίσκονταν στη μείωση του πικρού νερού. Έτσι, αφού προσέφερα πολλά συλλυπητήρια, όχι λιγότερο ασαφή από ό, τι μάταια, της απηύθυνα ένα μελαγχολικό αντίο και με βαριά φτερά πέταξα μακριά ανάμεσα στους σπειρωτούς βράχους όπου είχα έρθει, και σκαρφάλωσα στον ζοφερό ουρανό μέχρι που ο κόσμος «Σαδάστορ» ήταν μόνο μια σκοτεινή κηλίδα μακριά στο διάστημα. Όμως, η τραγική σκιά της μοίρας της σειρήνας, και η θλίψη της, βάραιναν τη συνείδησή μου θλιβερά για καιρό και μόνο στα φιλιά ενός όμορφου φλογερού βαμπίρ, σ’ ένα μακρινό και νέο και πληθωρικό κόσμο, βρήκα τον τρόπο να την ξεχάσω. Και διηγούμαι τώρα την ιστορία, έτσι που εσύ μπορεί να παρηγορηθείς από την ενατένιση μιας κατάστασης που ήταν απείρως πιο θλιβερή και ανεπανόρθωτη από τη δική σου.»
(Απόδοση: Δήμητρα Φουρκαλίδου)
Ιστορίες σαν κι αυτή δημιουργούν στο μυαλό των αναγνωστών πλήθος εικόνων και, σίγουρα, αποτελούν τροφή για συνειρμικές σκέψεις. Από τους έξι ανθρώπους που ρώτησα πώς θα συνέδεαν το διήγημα αυτό με το σήμερα, δυο απαντήσεις ξεχώρισα και θεώρησα άξιες αναφοράς.
Η μια εκδοχή λέει ότι η Λάμια θα μπορούσε να είναι ο Έλληνας σήμερα, για τον οποίο κυκλοφόρησαν άσχημες φήμες – όχι αδικαιολόγητα – χωρίς να υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να ξεχαστούν σύντομα, κι έτσι γκρεμίστηκε ο κόσμος του. Παίρνοντας, λοιπόν, παράδειγμα από προηγούμενες γενιές ή και άλλους λαούς, έρχεται στη δύσκολη θέση του να διαλέξει εάν θα μείνει στον τόπο όπου γεννήθηκε κι έζησε – ακόμη κι αν είναι θλιμμένος και μίζερος -, ή εάν θα φύγει μακριά από όλα, κάνοντας μια νέα αρχή (ίσως, σκοτώνοντας απλά ναύτες μιας άλλης θάλασσας… γιατί η Λάμια δύσκολα αλλάζει, μιας και ένα τέρας θέλει πολλή εκπαίδευση για να δαμάσει τα πάθη του, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την εσωτερική λειτουργία ενός ολόκληρου λαού).
Η άλλη εκδοχή έχει σχέση με τη φράση που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά για αλληλο-παρηγοριά: «Μην ανησυχείς, παιδί μου, υπάρχουν και χειρότερα». Και, έπειτα ξεκινά μια αλυσιδωτή κουβέντα που, συνήθως, καταλήγει στο ότι «τα παιδάκια στη Αφρική δεν έχουνε να φάνε, γεννιούνται με AIDS, είναι ορφανά πριν ακόμη κλείσουν χρόνο και δουλεύουν για ανθρώπους που τα εκμεταλλεύονται» κλπ. Και, έτσι, αντί να προσπαθούμε να βρούμε κάποια ουσιαστική λύση, καμιά φορά απλά απαλύνουμε την ψυχή μας μέσα στη στεναχώρια του άλλου για να ξεχαστούμε.

Και οι δυο περιπτώσεις έχουν ωραία στοιχεία αλλά καμία δεν ταιριάζει απόλυτα. Δεν νομίζω όμως πως αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ένα κείμενο σαν αυτό μπορεί να διαβαστεί απλά για χάρη της ομορφιάς της ανάγνωσης του. Αποτελεί κάτι σαν «ορεκτικό» για όσους αγαπούν τη φαντασία που περιπλανιέται σε σκοτεινά μονοπάτια (αν και, ύστερα από όλες τις ταινίες με τους βρικόλακες-μοντέλα, οι οποίοι είναι της μόδας και αναδεικνύουν κυρίως τους μύες τους και τα θεληματικά πιγούνια τους, δεν αμφιβάλλω ότι ο Σμιθ μπορεί να θεωρηθεί ξεπερασμένος και πολυλογάς…).

Τέλος, θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι μπορείτε να βρείτε το πρωτότυπο κείμενο (εδώ) και σκίτσα, γλυπτά του Σμιθ (εδώ), αλλά και να ζητήσω την κατανόησή σας γιατί είναι η πρώτη φορά που μεταφράζω κάτι τόσο περίτεχνο.

* Ένας από του μύθους της Λάμιας λέει ότι ήταν βασίλισσας της Λιβύης που αγαπήθηκε από το Δία και έπειτα έγινε δαίμονας. Αυτό συνέβη διότι ένα παιδί γεννήθηκε από την ένωσή τους και η ζηλότυπη Ήρα από το θυμό της έκλεψε το νήπιο. Θρηνώντας η Λάμια αποσύρθηκε σε μια σπηλιά κοντά στη θάλασσα και άρχισε να περιπλανιέται μέσα στη νύχτα, κλέβοντας και τρώγοντας τα νεογέννητα μωρά. Σιγά-σιγά την προσοχή της κέντρισε η αποπλάνηση νεαρών ανδρών, τους οποίους  τους σκότωνε κάνοντάς τους έρωτα μέχρις ότου πέθαιναν, ή πίνοντας το αίμα τους. Σε μια από τις μορφές – στην οποία και μας είναι γνωστή – ο κορμός της είναι γυναικείος και το χαμηλότερο μισό του σώματός της είναι ερπετοειδές.

 Δημοσιεύθηκε στο εΜΜΕίς

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: