Πρελούδιο: Όταν ένα χρέος ξεπληρώνεται…
Ο μαυροντυμένος άνδρας άρχισε να τρέχει γρήγορα. Φοβόταν, καθώς είχε χάσει πριν από μερικά δεύτερα τον πολύτιμο φάκελο. Δεν γνώριζε τι είχε μέσα ο κόκκινος φάκελος και ούτε ήθελε να ξέρει. Το μόνο πράγμα που γνώριζε ήταν ότι όφειλε να μην τον χάσει. Δεν ήξερε τον λόγο, αλλά όταν είχε προσληφθεί, για να φέρει εις πέρας τη μεταφορά, ένιωθε ότι κάτι δραματικό θα λάμβανε χώρα και μάλιστα πολύ σύντομα.
Εκείνη την ημέρα του είχε δοθεί απλόχερα η ευκαιρία να γίνει πλούσιος, μονάχα αν κατάφερνε να μεταφέρει τον κόκκινο φάκελο στον αποδέκτη του. Στην αρχή, η δουλειά φαινόταν απλοϊκή, αλλά στην πορεία αντιλήφθηκε τη δυσκολία του εγχειρήματός του.
Όταν είχε βγει από το ξενοδοχείο με το «εμπόρευμα», πρόσεξε μια
καλλίγραμμη γυναίκα να προσπαθεί να τον ακολουθήσει. Ήταν έμπειρος,
όμως, και γνώριζε τον τρόπο, για να της ξεφύγει. Μέσα σ’ ένα δεκάλεπτο
τον είχε χάσει.
Η κοπέλα έδειχνε να μην έχει την κατάλληλη εκπαίδευση για να τον
παρακολουθήσει με επιτυχία. Ήταν, όμως, δυνατό να είχαν στείλει μια τόσο
ανίδεη να τον ακολουθήσει;
Αρχικά, βέβαια, αυτό πίστεψε. Η γυναίκα τον είχε χάσει απλά γιατί
ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του. Είχε μάθει να ξεφεύγει,
χρησιμοποιώντας τους δαιδαλώδεις δρόμους της πόλης. Άλλωστε, τη γνώριζε
σαν την παλάμη του χεριού του. Η υπερβολική χαρά του βέβαια δεν κράτησε
για πολύ, καθώς ύστερα από μία ώρα εμφανίστηκε από το πουθενά ξανά η
γυναίκα. Τη φορά αυτή όμως δεν έδειχνε καθόλου θελκτική. Αντιθέτως
μάλιστα, αν κοίταζες με προσήλωση μέσα στα μάτια, θα μπορούσες να
διεισδύσεις στα ενδότερα της ψυχής της. Εκεί θα συναντούσες
επαγγελματισμό, στυγνότητα, αίσθηση του κινδύνου και εξαιρετικές
δολοφονικές ικανότητες. Έπρεπε να ξεφύγει. Εκείνη ήταν ένας στυγνός
δολοφόνος, ενώ ο ίδιος ένα απλός μεταφορέας…
Τα έχασε. Σε μια στιγμή πανικού άρχισε
να τρέχει. Με δυο-τρεις γρήγορες δρασκελιές χώθηκε σε ένα στενό και
σκοτεινό σοκάκι. Είχε λαχανιάσει. Κοντοστάθηκε, κοίταξε πίσω του, για να
βεβαιωθεί πως διέφυγε.
“Το σκοτάδι είναι καλός προστάτης”, είπε σχεδόν ξέπνοα, κοιτάζοντας προς τη μεριά του φωτεινού δρόμου.
“Αρκεί να ξέρεις να το χρησιμοποιείς…”,
ακούστηκε μια γυναικεία χροιά ξοπίσω του. Ένιωσε μια κρύα σιδερένια
επιφάνεια να ακουμπά απότομα στο στέλεχος του κεφαλιού του. “Μη
γυρίσεις”, του είπε η ίδια φωνή, σχεδόν τραγουδιστά. Κρύος ιδρώτας τον
είχε περιλούσει. Αυτός ο μειλίχιος τόνος έκρυβε μέσα του κάτι απόκοσμο,
μια γλυκόπικρη αίσθηση θανάτου. Υπάκουσε.
“Ξέρεις… ο φάκελος…”, ψέλλισε εκείνος.
“Ναι, χάθηκε…”, απάντησε η φωνή ψιθυρίζοντας στο αυτί του. “Μια απώλεια
κοστίζει πολλά. Και εσύ τώρα ξοφλάς!”, συνέχισε η αόρατη μορφή και
μεμιάς τραβήχτηκε βίαια πίσω του. Ακούστηκαν δύο υπόκωφες ριπές. Το
άψυχο σώμα του σωριάστηκε στο έδαφος.
Δύο λιγνά χέρια ξεβίδωσαν γρήγορα το
σιγαστήρα και μάζεψαν τους κάλυκες που είχαν πέσει στο λιθόστρωτο.
Στάθηκε ψυχρά και ήρεμα, κοιτάζοντας μέσα από το μαύρο βέλο το θύμα της.
Τα τακούνια της χτυπούσαν ρυθμικά, καθώς έβγαινε και πάλι στο φως του
κεντρικού δρόμου. Μια καλλίγραμμη σκοτεινή σιλουέτα. Άγρια, αλλά όμορφη.
Μπήκε βιαστικά σε ένα τζιπ που την περίμενε και εξαφανίστηκε μέσα στη
βουή της λεωφόρου.
Λίγα τετράγωνα πιο πίσω, ένας
ηλικιωμένος άνδρας έβρισκε στην άκρη του δρόμου πεταμένο έναν κόκκινο
φάκελο. Τον μάζεψε, κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά μήπως τον είχε πάρει
κάποιος είδηση. Πρόσεξε αμέσως τα μπλε μεγάλα γράμματα: “ΠΡΟΣ ΕΤΑΙΡ(Ε)ΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ – ΕΠΕΙΓΟΝ“.
Ο κύριος Ιάκωβος μόλις είχε βγει από το καφενείο της γειτονιάς. Είχε
βρει μπροστά στα πόδια του εκείνον τον αλλόκοτο φάκελο. Δεν ήξερε για
ποιον λόγο, αλλά τον άρπαξε φοβισμένα. Ένιωσε μια ανώτερη δύναμη να του
υπαγορεύει να δει το περιεχόμενο. Με τα ροζιασμένα χέρια πήγε να τον
ανοίξει.
«Γέρο, άσε το φάκελο κάτω», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
Ο κύριος Ιάκωβος, ακούγοντας τη φωνή, ένιωσε τον κρύο ιδρώτα να
λούζει το πρόσωπό του. Τα τρεμάμενα χέρια του δεν μπόρεσαν να
συγκρατήσουν το πολύτιμο αντικείμενο. Έπεσε στο έδαφος.
«Κλώτσησέ τον με το πόδι σου», είπε εκείνη με γλυκιά φωνή αυτή τη φορά.
Εκείνος την υπάκουσε. Με το αριστερό του πόδι προσπάθησε να σπρώξει
το φάκελο προς το μέρος της. Ήθελε αρκετή προσπάθεια για να μην τα
θαλασσώσει. Βλέπετε, αδυνατούσε να ελέγξει πλέον το σώμα του.
Συγκεντρώθηκε, τράβηξε το πόδι προς τα πίσω και κλώτσησε. «Διάολε,
αστόχησα», ψιθύρισε τρομαγμένος.
Η γυναίκα άκουσε τα λόγια του Ιάκωβου. Δεν έδωσε όμως ιδιαίτερη
σημασία καθώς είχε αργήσει. Έπρεπε να πάρει τα έγγραφα προτού επιστρέψει
η στυγερή δολοφόνος που είχε θανατώσει το μεταφορέα. Τον είχε
προειδοποιήσει τον ηλίθιο, αλλά αυτός ο έμφυτος ναρκισσισμός του δεν τον
είχε αφήσει να συνειδητοποιήσει την πικρή αλήθεια. Είχε πληρωθεί για να
εξυπηρετήσει έναν απώτερο σκοπό. Όλα είχαν σχεδιαστεί εδώ και καιρό.
Δεν επιτρεπόταν να κάνουν λάθη. Ναι, είχε καθυστερήσει πάρα πολύ και
έπρεπε να τελειώσει επιτέλους.
«Μην αγχώνεστε, δεν θέλω το κακό σας», είπε, χαμογελώντας γαλήνια, καθώς τον πλησίαζε.
Η γυναίκα με τους θεσπέσιους γοφούς ακούμπησε απαλά τα ρυτιδιασμένα
χέρια του γέροντα. Έτρεμε ακόμα. Τον φίλησε στο στόμα με πάθος. Ο κύριος
Ιάκωβος ένιωσε ένα συναίσθημα που είχε χαθεί εδώ και πάμπολλα χρόνια
στη λήθη. Ένιωσε την αγάπη, ένιωσε τη ζεστασιά των κατακόκκινων χειλιών
της και μαζί βέβαια και έναν πόνο στο στήθος. Η γυναίκα τον είχε
μαχαιρώσει στην καρδιά. Δεν έπρεπε να υπάρχουν μάρτυρες ούτε αλλόκοτες
οιμωγές που θα ξεσήκωναν την γειτονιά. Έσκυψε, πήρε το φάκελο και χάθηκε
στις σκιές…
Σύνταξη: Μίνως - Αθανάσιος Καρυωτάκης, Χρήστος Παναγόπουλος
Ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες πλασμένο από ομάδα συντάκτων του εΜΜΕίς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου