2013-06-02

Εφιαλτικές υποψίες

"Μια γυναικεία φωνή άρχισε να βουίζει στο χώρο σαν σειρήνα: «Κίνδυνος», «απροσεξία», «σταμάτα», «Μητέρα», «αλήθεια», «ψέμα», «Θάνατος» καθώς οι λέξεις περνούσαν ανελέητα διαμέσου του θώρακά του και μια έκφραση πόνου σχηματίστηκε στο καλοσχηματισμένο του πρόσωπο με τα γκρίζα μαλλιά και γένια."

Δήμητρα Φουρκαλίδου, Μίνως-Αθανάσιος Καρυωτάκης

Κεφάλαιο 2ο

Ο Δημήτρης από ώρα είχε αρχίσει να νιώθει κουρασμένος. Από όλους και όλα… Είχε την εντύπωση πως αν κοιμόταν τώρα, δεν θα μπορούσε να ξυπνήσει με τίποτα για να προλάβει να κάνει όλα όσα έπρεπε. Προσπάθησε, λοιπόν, να κρατήσει το μυαλό του ενεργό, να ξεγελάσει τον εαυτό του ότι ξεκουράστηκε κλείνοντας τα μάτια του, έστω για μερικά λεπτά, και ξαναζωντανεύοντας, για μια στιγμή μόνο, στην φαντασία του κάποια από τις ευτυχισμένες στιγμές που είχε ζήσει με τον Κίμωνα.

Τον έβλεπε στο σπίτι τους, εκεί όπου είχαν περάσει το μεγαλύτερο μέρος του αμφιλεγόμενου γάμου τους. Ο Κίμωνας πάντοτε τα πρωινά είχε τη συνήθεια να πίνει τον καφέ του εξασκώντας την τέχνη που αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα, καλλιεργώντας και διορθώνοντας κάποια κομμάτια της τα οποία δεν τον άφηναν τελείως ευχαριστημένο. «Το να είσαι ζωγράφος σε μια τόσο εξελιγμένη ψηφιακή εποχή είναι ταυτόχρονα μια ακριβοπόθητη ευχή, αλλά και η πιο ασύλληπτη κατάρα», όπως συνήθιζε να λέει.

Ως τελειομανής καλλιτέχνης, ο Κίμωνας από πολύ νέος κυνηγούσε να αποκτήσει την καλύτερη δυνατή συνεργασία μεταξύ διάφορων λογισμικών ζωγραφικής και σχεδίου με τον ζωγράφο. Όλη τη μέρα ζωγράφιζε και όλο το βράδυ περνούσαν μπροστά στα μάτια του οι ατέλειες στις λεπτομέρειες των προγραμμάτων και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε σχεδιάζοντας και ζωγραφίζοντας. Έτσι, η πρωινή ιεροτελεστία του ήταν να ξανατρέχει δοκιμαστικά τα εκάστοτε λογισμικά, συντάσσοντας c-mail* για να στείλει στις εταιρείες ώστε να κάνουν διορθώσεις.

Είδε τον πανέμορφο άντρα του που ήταν απορροφημένος στις σημειώσεις του να στρέφει το κεφάλι του και να του χαμογελά, όπως στη φωτογραφία. Αυτές οι σκέψεις γαλήνεψαν τον Δημήτρη, όπως τον γαλήνευε η συγκεκριμένη εικόνα κάθε μέρα τα δυο υπέροχα χρόνια που πέρασαν μαζί… τα δύο τέλεια χρόνια που έληξαν τόσο άδοξα και παράξενα.

Αλλά, ενώ ένιωσε γαλήνη στην ψυχή του, ξαφνικά η εικόνα άλλαξε και πήρε μια τελείως άλλη τροπή. Οπτικοποιημένα ηχητικά κύματα άρχισαν να βγαίνουν από τον εξελιγμένο υπολογιστή του Κίμωνα και να τον χτυπούν στο στήθος. Μια γυναικεία φωνή άρχισε να βουίζει στο χώρο σαν σειρήνα: «Κίνδυνος», «απροσεξία», «σταμάτα», «Μητέρα», «αλήθεια», «ψέμα», «Θάνατος» καθώς οι λέξεις περνούσαν ανελέητα διαμέσου του θώρακά του και μια έκφραση πόνου σχηματίστηκε στο καλοσχηματισμένο του πρόσωπο με τα γκρίζα μαλλιά και γένια. Ο Δημήτρης έκανε να κουνηθεί για να σώσει τον άντρα του από αυτό το μαρτύριο που πονούσε και τον ίδιο συναισθηματικά και το τράνταγμα στο σώμα του τον έκανε να ξυπνήσει.

Πετάχτηκε όρθιος και κοίταξε αμέσως το ρολόι. Ήταν 5:05. Είχε κλείσει τα μάτια του μόλις για μισή ώρα. Πώς ήταν δυνατόν να είχε ονειρευτεί; Το REM κανονικά έρχεται πολύ αργότερα, σε επόμενη φάση του ύπνου. Μήπως ήταν η φαντασία του που απλά έμπλεξε όλα όσα είχε ζήσει μες στη μέρα; Ή μήπως…

Άρχισε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο και έπειτα έκατσε βαριά στην πολυθρόνα. Μα να ήταν δυνατό κάτι τέτοιο..; Είχε ακούσει φήμες για κάποιες νέες πειραματικές έρευνες στη Μητέρα… προσπαθούσαν, λέει, εξαπολύοντας ουσίες και σωματίδια μέσω πτητικών αερίων να διεγείρουν την όσφρηση για να περάσουν με αυτόν τον τρόπο υποσυνείδητα μηνύματα στους εχθρούς τους στη διάρκεια του ύπνου ΒΚ (βραδέων κυμάτων), τότε που κανονικά δεν υπάρχει καμία δραστηριότητα στα εγκεφαλικά κέντρα.

«Μήπως έχεις αρχίσει να τα χάνεις, ρε Μίμη;». Θυμήθηκε τη φράση που του έλεγε πάντα ο Κίμωνας όταν του περιέγραφε τα πολύπλοκα όνειρά του ή τις σκέψεις του για συνωμοσίες και έτσι χαμογέλασε, γαλήνεψε και πάλι, αλλά αυτές οι σκέψεις τον έκαναν να παραμείνει ακινητοποιημένος στην καρέκλα του.


Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια έλεγε η μάνα του. Αυτό το αλλόκοτο ρητό μέρα με τη μέρα έδειχνε να κρύβει μέσα του μια πανάρχαια αλήθεια, κάτι τόσο τρομαχτικό που με την πάροδο του χρόνου τρόμαζε τον Δημήτρη, όπως άλλωστε και τον Κίμωνα. Οι δυο τους είχαν έρθει αντιμέτωποι πάμπολλες φορές με την αστυνομία του Βορρά εξαιτίας της παράνομης για την περιοχή ομοφυλοφιλικής σχέσης τους. Υπήρχαν αμέτρητοι άνθρωποι σαν εκείνους, αλλά αυτοί ήταν κατά κάποιο τρόπο ανώτεροι. Άνηκαν σε μια ανώτερη κάστα που πριν από περίπου ένα αιώνα ονομαζόταν μεσαία τάξη.

«Όλα έχουν τη δικιά τους ξεχωριστή σημασία», ψιθύρισε ο Δημήτρης καθώς κοίταζε ξανά με νοσταλγία τη φωτογραφία του ανθρώπου που είχε αγαπήσει όσο κανέναν. Ένιωσε τις κόρες των ματιών του να υγραίνονται. Ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά και να χτυπά τόσο δυνατά όσο εκείνη την πρώτη φορά που τον είχε συναντήσει στην αποβάθρα του πλοίου με το αλλόκοτο όνομα «Αλ Άσαντ».

Εγκατέλειψε την πολυθρόνα και κάθισε ανακούρκουδα στα πλακάκια. Ήθελε να νιώσει το κρύο πάτωμα. Τον βοηθούσε συνήθως να αναλογιστεί όλα εκείνα τα δρώμενα που είχαν λάβει χώρα τον τελευταίο καιρό. Η Μητέρα, η αστυνομία του Βορρά, ο Κίμωνας, η φτώχεια, η ανέχεια, η πτώση του Παλαιού Καθεστώτος, η προσπάθεια Παλινθρώνισης… Ήταν τόσο πολλά, τόσο περίπλοκα ακόμα και για τον γνωστό δημοσιογράφο που άκουγε στο όνομα Δημήτρης Βενέτης.

Ξάφνου, η πόρτα του γραφείου χτυπήθηκε βίαια.

«Ανοίξτε κύριε Βενέτη, είμαι η Αποστολία από το γραφείο Ερευνών», ακούστηκε εκείνη η χαρακτηριστική φωνή. Η Αποστολία ήταν μια πανέμορφη γυναίκα από κάθε άποψη. Ήταν αρκετά ψιλή για γυναίκα, είχε μαύρα μακριά μαλλιά, δύο πρασινωπά μάτια που αν τα κοιτούσες χανόσουν μέσα στον εσωτερικό της κόσμο. Έπλαθες σαν γνωστός μωρός άνδρας όνειρα για μια μελλοντική σχέση που ενδεχομένως θα υπήρχε μονάχα στις φαντασιώσεις σου τα βράδια εκείνα που αναπολώντας παλιές αγάπες θα κατανάλωνες υπέρογκες ποσότητες αλκοολούχων ποτών. Ο άντρας αυτός, βέβαια, ο ακουστός δημοσιογράφος δεν μπορούσε να παρασυρθεί ούτε από τις πιο εκθαμβωτικές γυναικείες παρουσίες.

«Κύριε Βενέτη, ανοίξτε την πόρτα, αλλιώς θα έχετε άσχημη κατάληξη», φώναξε εκεί η αιθέρια ύπαρξη με επιτακτικό τόνο.

Ο Βενέτης άρχισε να χαχανίζει. Γιατί να άνοιγε την πόρτα; Έτσι κι αλλιώς όπου ήταν το γραφείο Ερευνών βρισκόταν και η αστυνομία του Βορρά. Δεν είχε καμία ελπίδα να σωθεί. Θα κατέληγε κι εκείνος μάλλον σαν τον αγαπημένο του τον Κίμωνα. Ίσως να τον βασάνιζαν με τον Προκρούστη. Ίσως να εφήρμοζαν το μαρτύριο της σταγόνας. Παλιό κόλπο βασανισμού, αλλά πάντοτε ιδανικό για να τρομάξει τόσο τον βασανιζόμενο ώστε να εκστομίσει ακόμα και εκείνα τα μυστικά που έχουν προστατευτεί με εξαιρετικά βαριούς όρκους.

Η πόρτα συνέχισε να χτυπάει δυνατά. Ο δημοσιογράφος πήγε στο παράθυρο. Θα πήδαγε στο κενό, δεν υπήρχε άλλη λύση…


*cyber mail που αποτελούσε μετεξέλιξη του d-mail, δηλαδή digital mail, τo οποίo προέρχονταν από το e-mail στην αρχή της χιλιετίας –πράγμα που σήμαινε ότι από γενιά σε γενιά θα περνούσαν στο bb-mail – δηλαδή by-border mail-, έπειτα το b mail –borderfree mail- και αργότερα στο a-mail, που προέρχεται από το abysmal mail ή abysmail, αποκορύφωμα της εξέλιξης αυτής



Πάμε απ' την αρχή ;

Σύνταξη: Δήμητρα Φουρκαλίδου, Μίνως-Αθανάσιος Καρυωτάκης
Ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες πλασμένο από ομάδα συντάκτων του εΜΜΕίς.


Δεν υπάρχουν σχόλια: