«Μόνος αντίκρυ στον απέραντο ουρανόενάντια στην Άγνοια, τον ανήξερο καταστροφέαελπίζοντας στην γαλήνη ή σε ένα καλό θάνατοθα ερμηνεύσω ένα χαμόγελογια να μπορώ να αντέχω.
Δύναμή μου η θέληση
να υπερβώ τα όρια του φόβου
να αντικρύσω τον τρόμο.
Πίστη μου, η επιθυμία του ανθρώπου,
να νιώσω την αλήθεια.
Ταξίδι μου η αναζήτηση της πηγής,
η επιστροφή στην πραγματική
διάσταση της ύπαρξης.
Με το κλειδί της αντοχής
θα ξεκλειδώσω τη μικρή λευκή
σφαίρα που έχω βυθισμένη
στην καρδιά μου.
Τότε θα υπάρξει ελευθερία
να κινούμαι άφοβα και
να κοιμάμαι ήσυχα.
Ακόμη μόνος απέναντι στον
απέραντο ουρανό
φίλος, όμως, πια με τη μοναχικότητα αυτή»
5/9/1998, Φαίδων
Το ποίημα αυτό το διάβασα για πρώτη φορά στην Έκθεση «Συναντήσεις: Εκλεκτικές Συγγένειες με την τέχνη του Φαίδωνα Αναστασιάδη», στο Τελλόγλειο Ίδρυμα και από τότε έχει χαραχθεί στο μυαλό μου. Αν και αυτό ήταν το τελευταίο κομμάτι της έκθεσης, ξεκίνησα – τυχαία – από εκεί, από όπου τελικά και πέρασα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου. Τα λόγια του Αναστασιάδη σίγουρα με ταξίδεψαν, αλλά, κυρίως, με ξάφνιασαν. Πήγα σε μια έκθεση ζωγραφικής και το πρώτο δημιούργημα που με συνεπήρε ήταν ένα ποίημα.
Όταν το αναζήτησα στις διαδικτυακές μηχανές, δε βρέθηκαν αποτελέσματα. Έτσι, ανατρέχω στις σημειώσεις που κράτησα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου στο Τελλόγλειο, προκειμένου να ξαναφέρω το βλέμμα μου αντιμέτωπο με την ομορφιά που διέκρινε τις λέξεις αυτές. Αποφάσισα, λοιπόν, να του δώσω τη σημασία που του αρμόζει και να του δώσω την ευκαιρία να αποκτήσει μια θέση στον κυβερνοχώρο. Έτσι, επέλεξα, αντί να γράψω ακόμη μια παρουσίαση της Έκθεσης με επίκεντρο τη δουλειά των καλλιτεχνών που «συναντήθηκαν» μαζί του, να θέσω – απλά – ως άξονα το ποίημα ενός άντρα που «Κάρπισε πριν να προλάβει να ανθίσει» και έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 31 ετών, προτού ξεδιπλώσει το ταλέντο του και ωριμάσει καλλιτεχνικά.
Για όσους δεν γνωρίζουν τη θεματική της Έκθεσης, επρόκειτο για έναν καλλιτέχνη πάνω σε έργα του οποίου βασίστηκαν άλλοι δημιουργοί, ώστε να σχηματιστεί μια παλινδρόμηση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Αναμφίβολα, ο «διάλογος» μεταξύ των 42 καλλιτεχνών και του Αναστασιάδη τόνισε το έργο του. Άλλωστε, όταν ένας άνθρωπος της τέχνης δίνει έμπνευση και έναυσμα σε ζωγράφους, γλύπτες, φωτογράφους (κ.ά.) από διάφορα μέρη του κόσμου να δημιουργήσουν και να εκφραστούν είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που, αν μη τι άλλο, δείχνει ενδιαφέρον και αναγνώριση προς το πρόσωπό του.
Συνεχίζοντας την αναζήτηση γύρω από το όνομά του, βρήκα κάτι αντίστοιχο του παραπάνω ποιήματος που με εντυπωσίασε εξίσου. Στο ημερολόγιό του γράφει: «Θέλω να προλάβω, να προφτάσω, να προχωρήσω στο βάθος. Να τρέχει η ζωγραφική στα τοπία, στα αντικείμενα. Να τρέχει το χρώμα να προλάβει μορφές, αντικείμενα, τοπία. Το χρώμα σε κίνηση. Το χρώμα που κάνει ένα τοπίο, το ίδιο όπως και ένα αντικείμενο να ακούγεται μουσική. Κίνηση, ρυθμός, παλμός..». Είναι λες και διαισθάνονταν ότι ο χρόνος δεν θα του φτάσει, ότι δεν θα είναι αρκετός.
Κατάλαβα, τότε, ότι αυτό που με σαγήνευσε περισσότερο στους στίχους του, δεν είναι καμία πρωτοτυπία ή κάτι το καινούριο και εξεζητημένο. Με τράβηξε το γεγονός ότι τα λόγια του είναι απλά και έχουν έντονες εικόνες, τόσο έντονες που μοιάζει σαν να ζωγραφίζει με τις λέξεις του. Παράλληλα, η συχνή και άφοβη χρήση λέξεων, όπως ο θάνατος, δείχνει να είναι συμβιβασμένος με τέτοιες έννοιες και καταστάσεις. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο οριακές στιγμές που ερεθίζουν περισσότερο τη σκέψη μας… Και, γνωρίζοντας τη σύντομη βιογραφία του Αναστασιάδη, όλο αυτό το παιχνίδι παίρνει μια ιδεώδη διάσταση και αποκτά μεγαλειώδη υπόσταση.
Αν αποδεχτούμε τα λεγόμενα του Picasso, δηλαδή ότι «το ημερολόγιο ενός καλλιτέχνη είναι τα δημιουργήματά του», τότε ο Φαίδων Αναστασιάδης φαίνεται να είχε αποδεχτεί την ιδέα του ανθρώπινου χαμού («ελπίζοντας στην γαλήνη ή σε ένα καλό θάνατο») πολύ πριν μπει η τελεία στη ζωή του (1998 το έγραψε, 2001 έφυγε). Κι εδώ τίθεται ένα σημαντικό ερώτημα (μάλλον θεμελιώδες… μάλλον ρητορικό)… Είναι η αποδοχή του θανάτου επίγεια απελευθέρωση του πνεύματος καθώς δεν έχεις να φοβηθείς το τέλος και ζεις το κάθε λεπτό ή, μήπως, αποτελεί μια επίγεια χρυσή φυλακή με την ταμπέλα της μετά θάνατον ελευθερίας; «Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο» (Τάκης Σινόπουλος στο ποίημα «Ο καιόμενος»)…
Σύνταξη: Δήμητρα Φουρκαλίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου